κακοβλέπω

κακοβλέπω
βλέπω κάτι ή κάποιον με κακές διαθέσεις, τον κακοκοιτάζω: Αυτός πάντα με κακοβλέπει.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κακοβλέπω — βλέπω κάποιον με κακό μάτι …   Dictionary of Greek

  • βλέπω — (AM βλέπω) 1. διαθέτω την αίσθηση της όρασης 2. έχω την ικανότητα να βλέπω 3. στρέφω το βλέμμα, κοιτάζω 4. προσέχω με το βλέμμα 5. προσέχω, είμαι προσεκτικός μήπως.. 6. προσέχω ν αποφύγω κάτι 7. εξετάζω 8. θαυμάζω, κοιτάζω με θαυμασμό 9. κατανοώ …   Dictionary of Greek

  • κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… …   Dictionary of Greek

  • κακοθωρώ — 1. βλέπω με κακό μάτι, κακοβλέπω 2. κατατρέχω κάποιον («μέ κακοθωρεί»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + (< επίρρ. κακά) + θωρώ] …   Dictionary of Greek

  • κακοκοιτάζω — 1. κοιτάζω με άσχημο τρόπο, κακοβλέπω κάποιον 2. δεν μεριμνώ για κάποιον όπως πρέπει, παραμελώ κάποιον («κακοκοιτάζουν τον πατέρα τους») …   Dictionary of Greek

  • κοιτάζω — και κοιτώ, άω (AM κοιτάζω) νεοελλ. 1. εξετάζω ιατρικά (α. «πρέπει να κοιτάξω τα μάτια μου» β. «έχει συνεχώς πονοκεφάλους, γι αυτό πρέπει να πάει να κοιταχτεί») 2. φρ. α) «να κοιτάς τη δουλειά σου» να μην ασχολείσαι με το τί κάνουν οι άλλοι β)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”